- μετεωροπαθολογία
- ητομέας τής ιατρικής που ασχολείται με τη νοσογόνο επίδραση που ασκούν στον άνθρωπο οι ατμοσφαιρικές και εποχικές μεταβολές, καθώς και οι ιοντίζουσες ακτινοβολίες από το Διάστημα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μετέωρος — η, ο (ΑΜ μετέωρος, ον, Α επικ. τ. μετήορος, ον, δωρ. τ. πεδάωρος, ον Μ και μέτωρος, ον) 1. αυτός που αιωρείται πάνω από το έδαφος, που βρίσκεται ή γίνεται στον αέρα, εναέριος («σκέλεά δε... κατακρέμανται μετέωρα», Ηρόδ.) 2. αυτός που βρίσκεται σε … Dictionary of Greek